- σάχο
- η, Ν(ενν. γλώσσα) γλωσσ. γλώσσα που μιλιέται από κατοίκους τών παράλιων πεδινών περιοχών τής Νότιας Ερυθραίας στο βόρειο τμήμα τής Αιθιοπίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. saho].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ερυθραία — Επίσημη ονομασία: Κράτος της Ευθραίας Έκταση: 121.144 τ. χλμ Πληθυσμός: 4.298.269 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ασμάρα (395.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Αιθιοπία και το Τζιμπουτί (ΝΑ), ενώ στα… … Dictionary of Greek
Σομαλοί — Πληθυσμοί της Αν. Αφρικής, εγκατεστημένοι σε μια μεγάλη περιοχή του αιθιοπικού οροπέδιου. Άραβες γεωγράφοι πιστοποιούν την παρουσία Σ. νομάδων, με τις καμήλες τους και τα γίδια τους, στις όχθες του κόλπου του Άντεν κατά το Μεσαίωνα, γύρω στο 15o… … Dictionary of Greek
χαμιτο-σημιτικές γλώσσες — Η γλωσσική αυτή οικογένεια περιλαμβάνει 4 γλωσσικές ομάδες: τη σημιτική, την αιγυπτιακή, τη λιβυκο βερβερική και την κουχιτική. Από τις ομάδες αυτές οι 3 τελευταίες δηλώνονται συνήθως με την κοινή ονομασία χαμιτικές γλώσσες. Αν και, αντίθετα από… … Dictionary of Greek